Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Φιλοσοφία

Περί Ψυχής[1]

Ο Πορφύριος αποδίδει στον Πυθαγόρα τέσσερις πρωταρχικές θέσεις[2]:
η ψυχή είναι αθάνατη (η περί αθανασίας θέση)
η ψυχή μεταναστεύει σε διαφορετικά είδη ζώων ή σωμάτων (η περί μετεμψυχώσεως θέση)
τα συμβάντα του παρελθόντος επαναλαμβάνονται και στο μέλλον-άρνηση του κενοφανούς (θέση περί της αέναης επανάληψης)
όλα τα ζωντανά πλάσματα ανήκουν στο ίδιο είδος (θέση περί της ενότητας του ζώντος κόσμου)

Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή η ψυχή «δεν είναι αιμάτινη, ούτε αναμεμιγμένη αναπνοή», όπως το σώμα που είναι γαιώδες και θνητό. Συνεχίζει να υπάρχει και να διατηρεί την ταυτότητά της, καθώς αλληλοδιάδοχα μετοικεί σε διαφορετικά σώματα.

___________________
[1] Από το βιβλίο «Βιοηθική, αρχαία θέματα σε σύγχρονούς προβληματισμούς», των M. Kuczewski, R. Polansky, εκδόσεις Τραυλός, 2007, (σελ. 478)[2] Πορφύριος, Πυθαγόρου βίος 19

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ποίηση

Οι εισβολείς, ο Προμηθέας, η προδοσία, ο Θεός

Από το «Άξιον Εστί», του Οδυσσέα Ελύτη
ΗΡΘΑΝ
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινήσει παιγνίδι.
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε.
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσά σειρήτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία !
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
έφυγαν.
«Γι’ αυτούς είπαν, ο καπνός της θυσίας,
και γιαμάς της φήμης ο καπνός,
αμήν.»
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα
όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά
με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε:
Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο
κι τριπλά εργασμένη προδοσία.
Για μας η αυγή στο χάλκωμα
και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ΄αόρατο γάγγαμο.
Για μας το σύρσιμο της γης
ο κρυφός όρκος μας στα σκοτεινά
των ματιών η απονιά
κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση.
Αδελφοί μας εγέλασαν !
«Γι’ αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσιας,
και για μας της φήμης ο καπνός,
αμήν.»
Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου
με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα
θύρα της Παράδεισος !
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε
της πνοής σου παίγνιο
και το κράτος και τη βασιλεία του !

Οδυσσέας Ελύτης,
«Άξιον Εστί», τα Πάθη, Ζ΄-Η΄, εκδόσεις «Ίκαρος»
_____________________
επιμέλεια: Αγγελική Χρυσικοπούλου
 

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ο Παύλος Καλιγάς σε σκίτσο της εποχής
Το ακόλουθο απόσπασμα, από το μυθιστόρημα του Παύλου Καλλιγά «Θάνος Βλέκας» παρουσιάζει, ανάγλυφα, τον προβληματισμό του συγγραφέα (δια στόματος Ηφαιστίδου), περί της πολιτικής στο νέο ελληνικό κράτος, στα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως αποδεικνύεται, τοις πράγμασιν, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Ηφαιστίδης:
«Ω ξεν’ υπάγγελον Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
Κείμεθα τοις κοίνων πειθόμενοι νομίμοις
»

Ποία εκείνα τα νόμιμα και εκείνοι οι θεσμοί του Λυκούργου και ποίαι αι σήμερον πλεκτάναι των νόμων ! …
… Τι άλλο είναι σήμερον οι νόμοι και το πολίτευμα ειμή αδιέξοδος λαβύρινθος αρχών επίτηδες πολυπλασιαζομένων, δια να κορεσθή το σμήνος των ακόρεστων ραδιούργων, οίτινες τρεφόμενοι εκ των ιδρώτων του λαού τον καθιστούν καθημέραν πενέστερον …

Από τον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά, έκδοση του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, σειρά "Νεοελληνική βιβλιοθήκη", Αθήνα 1991___________________________

«Θάνος Βλέκας»: μακρυνός πρόγονος του ηθογραφικού μυθιστορήματος, 1855

Παύλος Καλλιγάς (Σμύρνη 1814 - Νέο Φάληρο 1896): νομοδιδάσκαλος, πολιτικός, οικονομολόγος, ιστορικός και φιλόλογος. Σπούδασε νομικά στην Γερμανία (Μόναχο, Βερολίνο, Χαϊδελβέργη), αλλά καταπιάνεται με την μελέτη της ιστορίας και της φιλοσοφίας, εξ’ ου και η διά βίου ενασχόλησή του με τα θέματα αυτά. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής του Ρωμαϊκού δικαίου, κοσμήτορας της Νομικής Σχολής και πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, βουλευτής Αττικής και διοικητής της Εθνικής Τραπέζης

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Λογοτεχνία


Οι δώδεκα μήνες

Στρατής Δούκας

Το πρωί τράβηξα μόνος μου στο μοναστήρι, που βρισκόταν πάνω στο βουνό, καμιά μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Ήταν κι αυτό ρειπωμένο. Μονάχα το μπροστινό και λίγο απ’ το πλάγι του στεκόταν ακόμα, έτοιμο και αυτό να πέση. Από τη μισογκρεμισμένη του πόρτα μπήκα μέσα. Οι καλόγεροί του σαν να κοιμούνταν. Τα κελάρια του γεμάτα, τα μιντέρια του στρωμένα. Απ’ τα μικροπαραθυράκια του έβλεπα πέρα τα μαύρα βουνά, σαν κύματα που με κύκλωναν. Πατήματα δεν ακούονταν στις πλάκες της αυλής πού ‘ταν σκεπασμένες από αγριόχορτα και φύλλα. Η νύχτα έφτανε βουβή. Μονάχα ο ρύακας μουρμούριζε. Όταν το νυχτοπούλι άρχιζε τα ρυαχτά του, αποτραβιόμουνα στη φωτιά του τζακιού μου, συντροφευμένος από σκιές …

Το μοναστήρι είχε πολλά παλιά πράγματα. Το πιο πολύτιμο ήταν ένα βημόθυρο, από το τέμπλο της εκκλησίας. Απάνω στα δυο βαριά βουνίσια ξύλα του ήταν ζωγραφισμένος ο «Ευαγγελισμός» και σειρά, από πάνω προς τα κάτω, στη μεριά που θηλύκωναν, οι «δώδεκα μήνες» που παράσταιναν τη ζωή του τόπου, τον καιρό που ζωγραφίστηκαν. Μιλούν για το λαό, όπως ήταν τότε, με τους αρχόντους του, τις δουλειές και τα συνήθεια τους, επάνω κάτω έτσι όπως τά ‘νιωθα καθώς τους ξεσήκωνα.

Ιανουάριος : Είναι νύχτα ακόμα. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι, η παλιά αρχόντισσα με τα νυχτικά της, τα σγουρά μαλλιά αχτένιστα χυμένα στους ώμους της, κάθεται στην πολυθρόνα συρμένη δίπλα στο τζάκι. Δυο υπηρέτριες όρθιες την υπηρετούνε. Η μια μόλις μπαίνει κουβαλώντας ένα χοντρόξυλο. Η άλλη φεύγει από μπροστά της σαστισμένη. Η κυρά της, ανασηκωμένη στο κάθισμα, της φωνάζει θυμωμένα. Βιάζεται να ετοιμαστή για την εκκλησία της.

Φεβρουάριος : Παραμονή αποκριάς. Ο χωρικός κατεβάζει τα βόδια του με το βοδαμάξι του, να τα πουλήση. Κάποιος τα χτυπά από πίσω να προχωρήσουν. Το μεγάλο κολώνει μουγκρίζοντας. Το μικρό ακολουθεί φοβισμένο. Ο ζωέμπορας, ριγμένος βαριά πάνω στο ραβδί του, τα κοιτάζει λοξά σα να τα ζυγιάζη. Τα κοιτάζει κι ο χωρικός όπως τα σέρνει μπροστά του, σα για μια τελευταία φορά, λυπημένα …

Μάρτιος : Μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στην αστέναχτη φύση, τ’ όρνιο περνά ψηλά κρώζοντας. Έπειτα, μες στη σιγαλιά, ακούγεται το χτύπημα του ξυλοκόπου. Δυο άντρες κόβουν ξύλα. Η γυναίκα τα σηκώνει από χάμω με κόπο. Εδώ απάνω στα βουνά, που η ζωή είναι φτωχή με πολλά βάσανα, μονάχα τα νερά είναι μπόλικα και τα ξύλα …

Απρίλιος : Λιώσανε πια τα χιόνια. Τα κουδούνια λαλούν γλυκά, τα ποτάμια κατηφορίζουν. Στις πολιτείες, σε κιόσκια χωμένα μέσα σε πρασινάδες, οι κοπέλες κόβουν τα πρώτα λουλούδια. Τ’ αυλάκια, οι φράχτες κελαηδούν. Τ’ αυτιά γεμίζουν από ήχους. Στο σπίτι, μέσα στην αυλή, η τριανταφυλλιά μεγάλωσε και σκάλωσε ως το παράθυρο. Από κει απλώνει η κοπέλα το χέρι και κόβει το πρώτο τριαντάφυλλο, για να στολίση το κεφάλι …

Μάιος : Αυγή ακόμα, όλα είναι σκούρα και τ’ ανήλια μέρη είναι σκοτεινά σα νύχτα. Το χορτάρι μόλις χρυσίζει στην πρώτη αχτίδα. Τ’ αρχοντόπουλο με τον υποταχτικό του πάει καβάλα για κυνήγι. Το πρωινό αγέρι που φυσά, του παίρνει τη σάρπα. Το σκυλί τρέχει μπροστά μυρίζοντας. Μέσα απ’ τη φτέρη πετιέται ο λαγός … Μόλις προφταίνει να γυρίσει το κεφάλι …

Ιούνιος : Έφτασε το θέρος. Ο κόσμος είναι χυμένος έξω στα χωράφια και δουλεύει. Όλη τη μέρα θερίζουν, δεματίζουνε. Τα βράδια φτάνουνε κουρασμένα. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια φεύγουν μονάχες για το χωριό. Οι άντρες κάθονται να φαν κι ύστερα ξαπλώνουν δίπλα στα δεμάτια. Περνούν μεσάνυχτα κι ακόμα ακούς κουβέντες. Τα γκρεμνά είναι γεμάτα από μια χρυσαφένια ημεράδα. Όλα, θαρρείς, μαζί τους αγρυπνούν και ξαποσταίνουνε …

Ιούλιος : Ο άρχοντας κρατώντας μπράτσο τη γυναίκα του, που δεν ξέχασε να πάρη μαζί της και το κανατάκι της, βγαίνει να δη τα υποστατικά του. Οι δούλοι του δουλεύουν. Κουρασμένοι, δεν έχουν τον καιρό ούτε να τον κοιτάξουν. Παίρνει τότε και αυτός κάτι απ’ τα χέρια τους, τάχα να τους βοηθήση …

Αύγουστος : Απ’ το πρωί, οι κοπέλες βγήκαν στ’ αμπέλια. Στις πλαγιές τώρα ακούονται τα γέλια τους και τα χάχανά τους. Μέσα στην πόλη ακούνται, πάλι, άλλοι χαρούμενοι κρότοι. Οι βαγενάδες που φτιάχνουν τα βαγένια τους …

Σεπτέμβριος : Τα σταφύλια κουβαλήθηκαν στα σπίτια και πέφτουν με κοφίνια και με κάδους μές στα πατητήρια. Τ’ ανοιχτά κατώγια των σπιτιών μυρίζουν. Βγαίνουν τα καινούρια τσίπουρα και τα πετιμέζια …

Οκτώβριος : Πέρασαν και τα πρωτοβρόχια. Η παλιά καλαμιά έχει μαυρίσει και σαπίσει. Τα βόδια ανασηκώνουνε παντού τ’ αφράτα χώματα, που χύνονται μαλακά γύρω από τ’ αλέτρι. Τα χωράφια απλώνονται σα βελούδο, ανεβαίνοντας ως το δάσος, σιμά στ’ αγριοβαλάνια. Από κει πάλι ακούεται το πελέκι που κόβει κλαδί για το χειμώνα. Δεμένο περιμένει τ’ άλογο στη ρίζα του χαμόπρινου. Όταν φορτώνεται να φύγη, ο τόπος γεμίζει από ερημιά. Πέρα, βαθιά, ακούονται φωνές και μακρινά γαυγίσματα.

Νοέμβριος : Έχει πλακώσει πια ο χειμώνας. Έξω φυσά ο αγέρας σε μια πλάση πεθαμένη και σαβανωμένη. Τα γυμνά κλαριά της λεύκας δέρνονται. Τα χλωμά φυλλαράκια σιγοτρέμουν. Οι αχνοί σβήνουν μέσα στην ερημιά. Άξαφνα ακούγεται μια τουφεκιά στα πλάγια …

Δεκέμβριος : Παραμονή Χριστούγεννα. Σφάζονται τα γουρούνια. Μέσα στην αυλή κρέμονται μ’ ανοιγμένη την κοιλιά, ανάποδα. Ο νοικοκύρης όρθιος σιάζει το κρέας τους. Η νοικοκυρά, καθισμένη πιο πέρα, πλένει μέσα στο λεβέτι τ’ άντερα, μαλώνοντας τη γάτα. Έξω ακούονται οι γκάιντες, τα κάλαντα …

Όταν ξεσήκωσα και τους δώδεκα μήνες, είχε περάσει η άνοιξη. Μες στ’ αυγινό αγέρι, τα τριαντάφυλλα της αυλής άνοιγαν κι η μοσκοβολιά τους με μέθαγε. Έξω απ’ τα παράθυρά μου τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ήλιος έλαμπε. Όταν βγήκα ν’ αποχαιρετίσω, διχαλωτά πέφταν τα ποτάμια, σμίγοντας βοερά, σα να διπλοχαιρετιούνταν. Έσκυψα κι ήπια. Ψιλές ψιχάλες μου ράντισαν το πρόσωπο. Ξαναγύρισα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τη «Δέξα Παναγιά» και να ετοιμάσω τα πράγματά μου …

(απ’ το βιβλίο Οδοιπόρος, εκδόσεις Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1968)

ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, τρίτο μέρος, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1975, ανατύπωση από τις εκδόσεις Καλοκάθη

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Σχεδιάσματα

καλοκαιρινό μεσημέρι

Το νωχελικό λίκνισμα κάτω από τη μουριά.
Η αψιά και τρυφερή μυρωδιά της φασκομηλιάς που τρίβεται πάνω στο σκοινί της αιώρας.
Το νανουριστικό τραγούδι των τζιτζικιών.
Η απαλή αύρα που μοσχοβολιστή απλώνει παντού τη γλυκιά μυρωδιά από τα ξερά φρύγανα.
Ο ονειρικός κυματισμός των κλαδιών της φοινικιάς.
Ο βόμβος μιας μέλισσας γύρω από τα μαλλιά μου.
Ο χορός της πεταλούδας ανάμεσα στα γλυκοπράσινα φύλλα της λεμονιάς.
Οι ηδονικά λουσμένες στο φως και ανθισμένες πικροδάφνες.
Το ξερό πατημένο χορτάρι που τρίζει απολαυστικά κάτω από τις πατούσες μου.
Το φτεροκόπημα των σπουργιτιών ανάμεσα στα χλωρά ρόδια μιας οργιαστικά φουντωμένης ροδιάς.
Η λιγνή σκιά του σεμνού κυπαρισσιού.
Η δροσερή τέντα που αναδύεται στο αγέρι.
Το άπλετο φως που δυναστεύει τα μάτια.

σχεδίασμα της Αγγελικής Χρυσικοπούλου, χωρίς ημερομηνία στο χειρόγραφο, ίσως κάπου μέσα στο καλοκαίρι του 2011