Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Ιερός Πανικός

 
Η συνθήκη των δύο μεγάλων θεών[i]

Όσο ήμουν ακόμη ακίνητη από αδυναμία, άλλες αντιστοιχίες περνούσαν από το μυαλό μου, εξουδετερώνοντας τον χρόνο. Ήταν παρόντες ο Έμερσον[ii], ο Διόνυσος και ο Απόλλων.
Οι δύο θεοί, αλληλοδιαδοχικώς, εμφύτευαν σκέψεις στο μυαλό του Έμερσον. Ο Απόλλων μίλησε πρώτος:
«Οι ποιητές πρέπει να είναι νομοθέτες. Η πιο τολμηρή λυρική έμπνευση, δηλαδή, δεν πρέπει να ψέγει και να προσβάλλει, αλλά να ανακοινώνει και να οδηγεί τον αστικό κώδικα και τον ημερήσιο μόχθο.
«Ποίηση και σύνεση πρέπει να συμπίπτουν.
«Ο υψηλότερος σκοπός της πολιτείας είναι η παιδεία του ανθρώπου. Και όταν οι άνθρωποι μορφώνονται οι θεσμοί θα συμμερίζονται την καλυτέρευσή του.
«Όπου υπάρχει άνθρωπος και εργάζεται, εκεί εργάζεται και ένας μεγάλος και υπεύθυνος Στοχαστής και Πλάστης.
Ο άνθρωπος είναι μια μέθοδος.»
Ο Έμερσον συγκράτησε αυτές τις φράσεις στην μνήμη του. Ξαφνικά ο Διόνυσος τον διέκοψε.
«Δες με ! Γεννιέμαι στον καθολικό νου. Εγώ, ο ατελής, λατρεύω το δικό μου τέλειο.
«Υπάρχει ένας νους κοινός σε όλα τα άτομα. Κάθε άνθρωπος είναι ένα πέρασμα προς τον ίδιο νου. Όποιος μπορεί να προσεγγίσει τον πάγκοινο νου μετέχει όλων των όντων και των δυνατοτήτων. Ο άνθρωπος κείτεται στην αγκάλη μιας απέραντης νοητικότητας. Όταν διακρίνει την αλήθεια, όταν διακρίνει την δικαιοσύνη, δεν κάνει τίποτε αποκλειστικά μόνος του, απλώς ανοίγει δρόμους να περάσουν οι ακτίνες τους. Η ψυχή υπάρχει. Κάτω από το τρεχούμενο πέλαγο των περιστάσεων, με τέλεια ισορροπία ανάμεσα σε αμπώτιδα και πλημμυρίδα βρίσκεται η αρχέγονη άβυσσος του πραγματικού Είναι. Ουσία ή Θεός, δεν είναι σχέση ούτε μέρος, αλλά το όλο.
«Ο πιο απλός άνθρωπος, που μέσα στην ακεραιότητά του λατρεύει τον Θεό, γίνεται Θεός. Αλλά πάντα και για πάντα η εισροή αυτού του καλύτερου και καθολικού εαυτού είναι νέα και ανεξερεύνητη. Είναι ο διπλασιασμός της καρδιάς, με μια δύναμη ανάπτυξης προς ένα νέο άπειρο σε κάθε πλευρά.
«Ο τρόπος της ζωής είναι υπέροχος, καταξιωμένος με εγκατάλειψη. Ο πλούσιος νους ξαπλώνει στον ήλιο και κοιμάται και είναι φύση.»
Και αυτά τα λόγια έμειναν χαραγμένα στην συνείδηση του Έμερσον. Αλλά οι δύο θεοί δεν του αποκάλυψαν την εσωτερική σχέση αυτών των πραγμάτων. Δεν του είπαν ότι είχαν ανοίξει τις πύλες δύο διαφορετικών πλευρών της ανθρώπινης φύσης ή ότι αυτοί οι ίδιοι, οι δυνάμει μεγάλοι εχθροί μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη που τόσο συχνά τον είχαν βασανίσει με τις αντιφάσκουσες συμβουλές τους, είχαν τώρα ενωθεί και υπογράψει μία συμφωνία, μια Συνθήκη: να διδάξουν τον άνθρωπο πώς να ακολουθεί τη σοφία και των δύο θεών, και έτσι νουθετημένος να προχωρεί προς την ίδια του την τελειοποίηση.
___________________
[i] Από τον «Ιερό Πανικό» της Εύας Πάλμερ Σικελιανού, σελ. 175-177, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Τζων Άντον[1], εκδ. Εξάντας,1992.

[ii] Ralph Waldo Emerson: αμερικανός δοκιμιογράφος (1803-1882). Σ.τ.Μ. Ο Έμερσον δεν χρησιμοποιεί τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα ως διαλογικά πρόσωπα. Η Εύα Σικελιανού, ενώ αναρρώνει, «αναλογίζεται» δημιουργικά και συνδέει με τους Έλληνες θεούς παράλληλους στοχασμούς του Έμερσον. Η περίφημη διάλεξη του Έμερσον « The American Scholar» στους αριστούχους φοιτητές του Χάρβαρντ που εξελέγησαν μέλη του ΦΒΚ, αναγνωρίζεται ορόσημο στην πολιτιστική ιστορία της Αμερικής και διάγγελμα της πνευματικής της αναξαρτησίας.
________________________
[1] Ο Τζων Π. Άντον είναι διακεκριμένος καθηγητής της ελληνικής φιλοσοφίας και πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλώριδας και εξέχουσα προσωπικότητα της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ. Έλκει την καταγωγή του από το χωριό Ζυγοβίστι της Αρκαδίας. Από το 1983 αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Στο πλούσιο έργο του συγκαταλέγονται βιβλία, άρθρα και διαλέξεις σχετικά με την φιλοσοφία, την αισθητική, την ιστορία του πνεύματος και την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
*επιλογή, επιμέλεια: Αγγελική Χρυσικοπούλου.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Ευθυμογράφημα



Φρέντυ Γερμανός[i]
Με συγχωρήτε, λάθος !

Το να αποκτήσετε τηλέφωνο στην Ελλάδα είναι πάντα ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Είναι όμως και φορές που το πρόβλημα αρχίζει απ’ την στιγμή που το αποκτήσετε.
Ο Μπιλ Μπατίστα είναι ο ιδιοκτήτης του μπαρ «Μπομπ και Μπιλ» στα Χαυτεία. Πριν από λίγες ημέρες αγόρασε τον αριθμό 36 222 από έναν μεσάζοντα. Δεν ήξερε, όμως, ότι τον αριθμό αυτόν τον είχε προηγουμένως η Αρχιεπισκοπή.
Λίγες ώρες μετά την εγκατάσταση της συσκευής, χτύπησε το τηλέφωνο.
-Μου δίνετε τον πάτερα Ιερόθεο, είπε μια βαθιά κατανυκτική φωνή.
Ο Μπιλ τα έχασε.
-Κάνετε λάθος, είπε. Δεν είναι εκκλησία εδώ.
Η φωνή είπε βιαστικά:
-Το ξέρω, το ξέρω. Είναι η Αρχιεπισκοπή. Αν δεν είναι εκεί ο πατήρ Ιερόθεος, δώστε μου τον πατέρα Σταύρο.
-Εδώ είναι μπαρ, επέμενε σταθερά ο Μπιλ.
Μεσολάβησε ένα κενό.
-Μπαρ ! είπε μετά η φωνή εξουθενωμένη. Ύπαγε οπίσω μου σατανά !...
Από εκείνη την ημέρα η Αρχιεπισκοπή έγινε ο εφιάλτης του 36 222. Φαίνεται ότι ο αριθμός είχε αλλάξει πρόσφατα και οι περισσότεροι δεν τον είχαν μάθει. Ο Μπιλ ήταν έτοιμος να γράψη στην ταμπέλα, «Μπαρ η Αρχιεπισκοπή», αλλά μετά σκέφθηκε ότι ίσως αυτό να μπέρδευε τα πράγματα.
Τα περισσότερα τηλεφωνήματα ζητούσαν τον Άγιο Πρωτοσύγκελο ή το τμήμα διαζυγίων. Μέσα σε μια εβδομάδα ο Μπιλ είχε μάθει όλα τα ονόματα του προσωπικού της Αρχιεπισκοπής και μετά άρχισε να μαθαίνει και τα ονόματα της Ιεράς Συνόδου.
Την παραμονή της εκλογής του νέου Αρχιεπισκόπου ο Μπιλ πήρε ένα τηλεφώνημα:
-Τι ώρα θα συνεδριάσωμε, τέκνον μου;
Ο Μπιλ σκέφθηκε ότι ήταν περιττό να αρχίση πάλι τις εξηγήσεις. Άλλωστε είχε διαβάσει πρωινή εφημερίδα.
-Στις εννέα, σεβασμιότατε, είπε. Δηλαδή ο υπουργός θα έρθη στις εννέα, αλλά οι άγιοι πατέρες θ’ αρχίσουν να έρχωνται από τις οκτώμιση.
-Ευχαριστώ, τέκνον μου, απάντησε η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος.
Ο Μπιλ δεν έμαθε ποτέ ποιον από τους 57 αγίους πατέρες είχε πληροφορήσει για την ώρα της συγκεντρώσεως.
Η φασαρία που ακολούθησε μετά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου είχε βέβαια τον αντίκτυπό της στο 36 222 που κτυπούσε διαρκώς. Ο Μπιλ είχε απελπισθή εντελώς και άρχισε να σκέπτεται μήπως θα έπρεπε ν’ αλλάξη μπαρ. Έχανε τόσην ώρα απαντώντας στο τηλέφωνο, ώστε κάθε βράδυ σχεδόν έβρισκε σοβαρό έλλειμμα στο ταμείο του.
Ένας δικηγόρος από το Μαρούσι του τηλεφώνησε:
-Να πήτε στον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν πρέπει να παραιτηθή. Η Κηφισιά και το Μαρούσι είναι με το μέρος του.
Αλλά το επόμενο τηλεφώνημα είχε αντίθετο περιεχόμενο:
-Το μαχαίρι έφθασε στο κόκκαλο ! Απορώ πώς δεν το καταλαβαίνετε !
-Τι θέλετε να κάνω; Ρώτησε ο Μπιλ, που ήθελε δεν ήθελε, άρχισε να παίρνει το ρόλο του στα σοβαρά.
Από την άλλη πλευρά του σύρματος ακούστηκε ένας βρυχηθμός:
-Να παραιτηθήτε !...
Ο Μπιλ ήταν έτοιμος να το αποφασίση, αλλά μετά σκέφθηκε ότι ήταν προτιμότερο να δείξη χαρακτήρα.


Ο Μπιλ μου έλεγε μια από αυτές τις ημέρες:
-Το χειρότερο είναι ότι ούτε ο ΟΤΕ παραδέχεται πως άλλαξε ο αριθμός της Αρχιεπισκοπής.
Την περασμένη εβδομάδα η τηλεφωνήτρια των υπεραστικών κάλεσε το 36 222 και είπε:
-Αρχιεπισκοπή αυτού; Ομιλείτε με Λευκάδα.
Ο Μπιλ σκέφθηκε ότι ήταν ευκαιρία να ξεκαθαρίση το ζήτημα και της είπε, με δύο λόγια, την όλη ιστορία.
-Καλά, καλά, είπε βιαστικά η τηλεφωνήτρια. Θα δούμε τι μπορεί να γίνη. Περιμένετε τώρα στο ακουστικό σας.
Μεσολάβησε ένα κενό.
Ύστερα η φωνή της τηλεφωνήτριας ακούστηκε δυνατότερη:
-Λευκάδα εκεί; Ομιλείτε με Αρχιεπισκοπή !...


[i] ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΦΡΕΝΤΥ Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1934 στην Αθήνα. Μυτιληνιός στην καταγωγή. Έχει συνδέσει το όνομα του με τα πρώτα βήματα της ελληνικής τηλεόρασης, παρουσιάζοντας μερικές από τις πιό επιτυχημένες εκπομπές (Αλάτι και πιπέρι, Πρώτη σελίδα). Συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερες Αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε στο Χρονογράφημα. Την επιτυχημένη δημοσιογραφική του πορεία την διαδέχθηκε μιά επίσης επιτυχημένη συγγραφική πορεία. Μερικά έργα του: "Ακριβή μου Σοφία", "Ελλάς υπό το μηδέν", "Το δις εξαμαρτείν", "Με συγχωρείτε, λάθος", "Γράψτο όπως το λέω", "Σκέψου πριν αγοράσεις", "Ένα γελαστό απόγευμα", κ.α. Εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο το 1999.΄
_______________________

*από το βιβλίο "Ανθολογία Νεοελλήνων Σατιρικών και Ευθυμογράφων" του Ευαγγέλου Μιλλεούνη, εκδ. οίκ. Ευθ. Χριστοπούλου, 1972
Επιμέλεια, επιλογή κειμένου: Αγγελική Χρυσικοπούλου

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

ποίηση






«Από τους καρχαρίες ξέφυγα
και νίκησα τις τίγρεις
Μ’ έφαγαν όμως οι κοριοί»

Μπέρτολντ Μπρεχτ, Ποιήματα, εκδόσεις «Κείμενα» 1971, σελ. 49

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Φιλοσοφία

Περί Ψυχής[1]

Ο Πορφύριος αποδίδει στον Πυθαγόρα τέσσερις πρωταρχικές θέσεις[2]:
η ψυχή είναι αθάνατη (η περί αθανασίας θέση)
η ψυχή μεταναστεύει σε διαφορετικά είδη ζώων ή σωμάτων (η περί μετεμψυχώσεως θέση)
τα συμβάντα του παρελθόντος επαναλαμβάνονται και στο μέλλον-άρνηση του κενοφανούς (θέση περί της αέναης επανάληψης)
όλα τα ζωντανά πλάσματα ανήκουν στο ίδιο είδος (θέση περί της ενότητας του ζώντος κόσμου)

Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή η ψυχή «δεν είναι αιμάτινη, ούτε αναμεμιγμένη αναπνοή», όπως το σώμα που είναι γαιώδες και θνητό. Συνεχίζει να υπάρχει και να διατηρεί την ταυτότητά της, καθώς αλληλοδιάδοχα μετοικεί σε διαφορετικά σώματα.

___________________
[1] Από το βιβλίο «Βιοηθική, αρχαία θέματα σε σύγχρονούς προβληματισμούς», των M. Kuczewski, R. Polansky, εκδόσεις Τραυλός, 2007, (σελ. 478)[2] Πορφύριος, Πυθαγόρου βίος 19

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ποίηση

Οι εισβολείς, ο Προμηθέας, η προδοσία, ο Θεός

Από το «Άξιον Εστί», του Οδυσσέα Ελύτη
ΗΡΘΑΝ
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινήσει παιγνίδι.
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε.
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσά σειρήτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία !
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
έφυγαν.
«Γι’ αυτούς είπαν, ο καπνός της θυσίας,
και γιαμάς της φήμης ο καπνός,
αμήν.»
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα
όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά
με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε:
Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο
κι τριπλά εργασμένη προδοσία.
Για μας η αυγή στο χάλκωμα
και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ΄αόρατο γάγγαμο.
Για μας το σύρσιμο της γης
ο κρυφός όρκος μας στα σκοτεινά
των ματιών η απονιά
κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση.
Αδελφοί μας εγέλασαν !
«Γι’ αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσιας,
και για μας της φήμης ο καπνός,
αμήν.»
Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου
με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα
θύρα της Παράδεισος !
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε
της πνοής σου παίγνιο
και το κράτος και τη βασιλεία του !

Οδυσσέας Ελύτης,
«Άξιον Εστί», τα Πάθη, Ζ΄-Η΄, εκδόσεις «Ίκαρος»
_____________________
επιμέλεια: Αγγελική Χρυσικοπούλου
 

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ο Παύλος Καλιγάς σε σκίτσο της εποχής
Το ακόλουθο απόσπασμα, από το μυθιστόρημα του Παύλου Καλλιγά «Θάνος Βλέκας» παρουσιάζει, ανάγλυφα, τον προβληματισμό του συγγραφέα (δια στόματος Ηφαιστίδου), περί της πολιτικής στο νέο ελληνικό κράτος, στα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως αποδεικνύεται, τοις πράγμασιν, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Ηφαιστίδης:
«Ω ξεν’ υπάγγελον Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
Κείμεθα τοις κοίνων πειθόμενοι νομίμοις
»

Ποία εκείνα τα νόμιμα και εκείνοι οι θεσμοί του Λυκούργου και ποίαι αι σήμερον πλεκτάναι των νόμων ! …
… Τι άλλο είναι σήμερον οι νόμοι και το πολίτευμα ειμή αδιέξοδος λαβύρινθος αρχών επίτηδες πολυπλασιαζομένων, δια να κορεσθή το σμήνος των ακόρεστων ραδιούργων, οίτινες τρεφόμενοι εκ των ιδρώτων του λαού τον καθιστούν καθημέραν πενέστερον …

Από τον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά, έκδοση του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, σειρά "Νεοελληνική βιβλιοθήκη", Αθήνα 1991___________________________

«Θάνος Βλέκας»: μακρυνός πρόγονος του ηθογραφικού μυθιστορήματος, 1855

Παύλος Καλλιγάς (Σμύρνη 1814 - Νέο Φάληρο 1896): νομοδιδάσκαλος, πολιτικός, οικονομολόγος, ιστορικός και φιλόλογος. Σπούδασε νομικά στην Γερμανία (Μόναχο, Βερολίνο, Χαϊδελβέργη), αλλά καταπιάνεται με την μελέτη της ιστορίας και της φιλοσοφίας, εξ’ ου και η διά βίου ενασχόλησή του με τα θέματα αυτά. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής του Ρωμαϊκού δικαίου, κοσμήτορας της Νομικής Σχολής και πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, βουλευτής Αττικής και διοικητής της Εθνικής Τραπέζης

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Λογοτεχνία


Οι δώδεκα μήνες

Στρατής Δούκας

Το πρωί τράβηξα μόνος μου στο μοναστήρι, που βρισκόταν πάνω στο βουνό, καμιά μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Ήταν κι αυτό ρειπωμένο. Μονάχα το μπροστινό και λίγο απ’ το πλάγι του στεκόταν ακόμα, έτοιμο και αυτό να πέση. Από τη μισογκρεμισμένη του πόρτα μπήκα μέσα. Οι καλόγεροί του σαν να κοιμούνταν. Τα κελάρια του γεμάτα, τα μιντέρια του στρωμένα. Απ’ τα μικροπαραθυράκια του έβλεπα πέρα τα μαύρα βουνά, σαν κύματα που με κύκλωναν. Πατήματα δεν ακούονταν στις πλάκες της αυλής πού ‘ταν σκεπασμένες από αγριόχορτα και φύλλα. Η νύχτα έφτανε βουβή. Μονάχα ο ρύακας μουρμούριζε. Όταν το νυχτοπούλι άρχιζε τα ρυαχτά του, αποτραβιόμουνα στη φωτιά του τζακιού μου, συντροφευμένος από σκιές …

Το μοναστήρι είχε πολλά παλιά πράγματα. Το πιο πολύτιμο ήταν ένα βημόθυρο, από το τέμπλο της εκκλησίας. Απάνω στα δυο βαριά βουνίσια ξύλα του ήταν ζωγραφισμένος ο «Ευαγγελισμός» και σειρά, από πάνω προς τα κάτω, στη μεριά που θηλύκωναν, οι «δώδεκα μήνες» που παράσταιναν τη ζωή του τόπου, τον καιρό που ζωγραφίστηκαν. Μιλούν για το λαό, όπως ήταν τότε, με τους αρχόντους του, τις δουλειές και τα συνήθεια τους, επάνω κάτω έτσι όπως τά ‘νιωθα καθώς τους ξεσήκωνα.

Ιανουάριος : Είναι νύχτα ακόμα. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι, η παλιά αρχόντισσα με τα νυχτικά της, τα σγουρά μαλλιά αχτένιστα χυμένα στους ώμους της, κάθεται στην πολυθρόνα συρμένη δίπλα στο τζάκι. Δυο υπηρέτριες όρθιες την υπηρετούνε. Η μια μόλις μπαίνει κουβαλώντας ένα χοντρόξυλο. Η άλλη φεύγει από μπροστά της σαστισμένη. Η κυρά της, ανασηκωμένη στο κάθισμα, της φωνάζει θυμωμένα. Βιάζεται να ετοιμαστή για την εκκλησία της.

Φεβρουάριος : Παραμονή αποκριάς. Ο χωρικός κατεβάζει τα βόδια του με το βοδαμάξι του, να τα πουλήση. Κάποιος τα χτυπά από πίσω να προχωρήσουν. Το μεγάλο κολώνει μουγκρίζοντας. Το μικρό ακολουθεί φοβισμένο. Ο ζωέμπορας, ριγμένος βαριά πάνω στο ραβδί του, τα κοιτάζει λοξά σα να τα ζυγιάζη. Τα κοιτάζει κι ο χωρικός όπως τα σέρνει μπροστά του, σα για μια τελευταία φορά, λυπημένα …

Μάρτιος : Μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στην αστέναχτη φύση, τ’ όρνιο περνά ψηλά κρώζοντας. Έπειτα, μες στη σιγαλιά, ακούγεται το χτύπημα του ξυλοκόπου. Δυο άντρες κόβουν ξύλα. Η γυναίκα τα σηκώνει από χάμω με κόπο. Εδώ απάνω στα βουνά, που η ζωή είναι φτωχή με πολλά βάσανα, μονάχα τα νερά είναι μπόλικα και τα ξύλα …

Απρίλιος : Λιώσανε πια τα χιόνια. Τα κουδούνια λαλούν γλυκά, τα ποτάμια κατηφορίζουν. Στις πολιτείες, σε κιόσκια χωμένα μέσα σε πρασινάδες, οι κοπέλες κόβουν τα πρώτα λουλούδια. Τ’ αυλάκια, οι φράχτες κελαηδούν. Τ’ αυτιά γεμίζουν από ήχους. Στο σπίτι, μέσα στην αυλή, η τριανταφυλλιά μεγάλωσε και σκάλωσε ως το παράθυρο. Από κει απλώνει η κοπέλα το χέρι και κόβει το πρώτο τριαντάφυλλο, για να στολίση το κεφάλι …

Μάιος : Αυγή ακόμα, όλα είναι σκούρα και τ’ ανήλια μέρη είναι σκοτεινά σα νύχτα. Το χορτάρι μόλις χρυσίζει στην πρώτη αχτίδα. Τ’ αρχοντόπουλο με τον υποταχτικό του πάει καβάλα για κυνήγι. Το πρωινό αγέρι που φυσά, του παίρνει τη σάρπα. Το σκυλί τρέχει μπροστά μυρίζοντας. Μέσα απ’ τη φτέρη πετιέται ο λαγός … Μόλις προφταίνει να γυρίσει το κεφάλι …

Ιούνιος : Έφτασε το θέρος. Ο κόσμος είναι χυμένος έξω στα χωράφια και δουλεύει. Όλη τη μέρα θερίζουν, δεματίζουνε. Τα βράδια φτάνουνε κουρασμένα. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια φεύγουν μονάχες για το χωριό. Οι άντρες κάθονται να φαν κι ύστερα ξαπλώνουν δίπλα στα δεμάτια. Περνούν μεσάνυχτα κι ακόμα ακούς κουβέντες. Τα γκρεμνά είναι γεμάτα από μια χρυσαφένια ημεράδα. Όλα, θαρρείς, μαζί τους αγρυπνούν και ξαποσταίνουνε …

Ιούλιος : Ο άρχοντας κρατώντας μπράτσο τη γυναίκα του, που δεν ξέχασε να πάρη μαζί της και το κανατάκι της, βγαίνει να δη τα υποστατικά του. Οι δούλοι του δουλεύουν. Κουρασμένοι, δεν έχουν τον καιρό ούτε να τον κοιτάξουν. Παίρνει τότε και αυτός κάτι απ’ τα χέρια τους, τάχα να τους βοηθήση …

Αύγουστος : Απ’ το πρωί, οι κοπέλες βγήκαν στ’ αμπέλια. Στις πλαγιές τώρα ακούονται τα γέλια τους και τα χάχανά τους. Μέσα στην πόλη ακούνται, πάλι, άλλοι χαρούμενοι κρότοι. Οι βαγενάδες που φτιάχνουν τα βαγένια τους …

Σεπτέμβριος : Τα σταφύλια κουβαλήθηκαν στα σπίτια και πέφτουν με κοφίνια και με κάδους μές στα πατητήρια. Τ’ ανοιχτά κατώγια των σπιτιών μυρίζουν. Βγαίνουν τα καινούρια τσίπουρα και τα πετιμέζια …

Οκτώβριος : Πέρασαν και τα πρωτοβρόχια. Η παλιά καλαμιά έχει μαυρίσει και σαπίσει. Τα βόδια ανασηκώνουνε παντού τ’ αφράτα χώματα, που χύνονται μαλακά γύρω από τ’ αλέτρι. Τα χωράφια απλώνονται σα βελούδο, ανεβαίνοντας ως το δάσος, σιμά στ’ αγριοβαλάνια. Από κει πάλι ακούεται το πελέκι που κόβει κλαδί για το χειμώνα. Δεμένο περιμένει τ’ άλογο στη ρίζα του χαμόπρινου. Όταν φορτώνεται να φύγη, ο τόπος γεμίζει από ερημιά. Πέρα, βαθιά, ακούονται φωνές και μακρινά γαυγίσματα.

Νοέμβριος : Έχει πλακώσει πια ο χειμώνας. Έξω φυσά ο αγέρας σε μια πλάση πεθαμένη και σαβανωμένη. Τα γυμνά κλαριά της λεύκας δέρνονται. Τα χλωμά φυλλαράκια σιγοτρέμουν. Οι αχνοί σβήνουν μέσα στην ερημιά. Άξαφνα ακούγεται μια τουφεκιά στα πλάγια …

Δεκέμβριος : Παραμονή Χριστούγεννα. Σφάζονται τα γουρούνια. Μέσα στην αυλή κρέμονται μ’ ανοιγμένη την κοιλιά, ανάποδα. Ο νοικοκύρης όρθιος σιάζει το κρέας τους. Η νοικοκυρά, καθισμένη πιο πέρα, πλένει μέσα στο λεβέτι τ’ άντερα, μαλώνοντας τη γάτα. Έξω ακούονται οι γκάιντες, τα κάλαντα …

Όταν ξεσήκωσα και τους δώδεκα μήνες, είχε περάσει η άνοιξη. Μες στ’ αυγινό αγέρι, τα τριαντάφυλλα της αυλής άνοιγαν κι η μοσκοβολιά τους με μέθαγε. Έξω απ’ τα παράθυρά μου τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ήλιος έλαμπε. Όταν βγήκα ν’ αποχαιρετίσω, διχαλωτά πέφταν τα ποτάμια, σμίγοντας βοερά, σα να διπλοχαιρετιούνταν. Έσκυψα κι ήπια. Ψιλές ψιχάλες μου ράντισαν το πρόσωπο. Ξαναγύρισα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τη «Δέξα Παναγιά» και να ετοιμάσω τα πράγματά μου …

(απ’ το βιβλίο Οδοιπόρος, εκδόσεις Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1968)

ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, τρίτο μέρος, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1975, ανατύπωση από τις εκδόσεις Καλοκάθη